Είχα ξεχάσει πόσο όμορφο είναι να ζεις στην εξοχή. Διακοπές ούτε για αστείο, μονοήμερες μέχρι το Ναύπλιο και αυτό με την ψυχή στο στόμα.
Εδώ είναι άλλος κόσμος . Η Κρήτη φέτος που μπόρεσα να πάρω άδεια από τη δουλειά ήταν δεδομένη! Πάντα ήθελα να έρθω να αγγίξω το χώμα της , να γευτώ τα σταφύλια της , να περπατήσω στα Λευκά Όρη της . Ήταν ώρα να γίνει. Με το αυτοκίνητο γυρνάω στα χωριά , πίνω ρακί με τους ντόπιους στους καφενέδες και στέκομαι στους γκρεμούς για να τραβήξω πανοραμικές φωτογραφίες . Νιώθω άλλος άνθρωπος με αυτόν τον αέρα στα πνευμόνια , μου το λέγανε μα είναι άλλο να τον εισπνέεις...
Το κινητό δονείται, έχω κλείσει τον ήχο για να ακούω μόνο τους μαγικούς ήχους του νησιού . Κοιτάω την οθόνη , ο Κώστας από το γραφείο.Τι να θέλει πάλι;;
''Νίκο , συγνώμη που ενοχλώ ακόμα και στις διακοπές σου αλλά είναι απόλυτη ανάγκη να μου πεις που είναι ο φάκελος της Καραχάλιου, πρέπει να ελέγξω κάποια στοιχεία ....
Αυτός ο τόπος με γιατρεύει . Στιγμές μετά το τηλεφώνημα ούτε που το θυμόμουν . Είχα παρασυρθεί από το τοπίο καθώς οδηγούσα και έβγαινα από ένα φαράγγι. Μα είναι φανταστικό , βλέπω τη θάλασσα μπροστά μου ενώ είμαι στο βουνό. Άραξα το αμάξι και κατέβηκα να απολάυσω τη θέα. Λίγο πιο κάτω στην πλαγιά ένα σπίτι παλιό μου έγνεφε να ξαποστάσω στη σκιά του, σκάει ο τζίτζικας...
Κάθισα εκεί ώρες , είχα μαζί μου σάντουιτς , νερό και τη μηχανή. Τράβηξα πολλές φωτογραφίες που θα γεμίσουν εκείνο το άλμπουμ που μου έκανε δώρο η Φιλιώ γνωρίζοντας πως ασχολούμαι με τη φωτογραφία .
Θέλω να μείνω, σε αυτήν εδώ τη σκιά , σε τούτη την πλαγιά, να αγναντεύω τα προβατάκια του πελάγου και να μυρίζω τη ρίγανη.
Σηκώνομαι δυσαρεστημένος που πρέπει να φύγω. Έχει εκδήλωση στην παραλία, θα παίζει και ζωντανή ορχήστρα. Αν ήξερα πως θα έφτανα εδώ πάνω δεν θα κανόνιζα με τα παιδιά που γνώρισα ή θα έλεγα να έρθουν κι εκείνοι, αντί για παραλία να κάτσουμε κάτω από τον πλάτανο στην πλατεία να πιούμε κρασί παρέα με μαντινάδες.
ΠΩΛΕΙΤΑΙ. Έτσι γράφει εδώ; Έχει και τηλέφωνο.
Αποθήκευσα τον αριθμό.Ήταν γραμμένος με παχύ στρώμα μπογιάς στο ξεχαρβαλωμένο παράθυρο του σπιτιού που μου χάρισε τη σκιά του. Πήρα το δρόμο της επιστροφής...
Στην παραλία είχαν στήσει σκηνή , είχαν βάλει καρέκλες. Οι γυναίκες του χωριού είχαν γεμίσει ένα αυτοσχέδιο μπουφέ με δεκάδες κρητικούς μεζέδες! Πιο κει ακούγονταν η λύρα να κάνει πρόβα και ο αέρας μύριζε θάλασσα που μου έπαιρνε το μυαλό. Βρήκα τους φίλους σε ένα τραπεζάκι δίπλα στα αλμυρίκια να πίνουν μπύρες.
-''Ωραίο σημείο βρήκατε'', τους είπα και έκατσα ευχαριστημένος.
Τους είπα για την πλαγιά που για τόσες ώρες έγινε σπίτι μου και μου είπαν πως εκεί πάνω είναι ωραία αλλά το καλοκαίρι όλοι κατεβαίνουν παραλιακά για να τα βγάλουν πέρα με τους τουρίστες. Ο θείος του Γιώργου έχει το μαγαζί που καθόμαστε , είπαν. Έφτιαξε σπίτι δίπλα στο μαγαζί και δωμάτια να νοικιάζει. Το σπίτι πάνω στην πλαγιά το πουλάει.
Η μουσική έπαιζε μελωδικά , οι μεζέδες ήταν πεντανόστιμοι , η παρέα εξιστορούσε γεγονότα που έχουν συμβεί στο χωριό με μια σπίθα στα μάτια σαν όλος ο άλλος κόσμος να μην έχει σημασία. Σηκώθηκα να μπω στο μαγαζί του Μανώλη του καπετάνιου.
Η ορχήστρα άχισε να τα μαζεύει , ο κόσμος αραίωσε. Εμείς τραβήξαμε για την ακτή. Ξαπλώσαμε στα βότσαλα . Ο Πέτρος είπε να ανάψουμε φωτιά . Απομακρύνθηκα να βρω ξύλα. Γύρισα με πολλά ξερόκλαδα και κλαδιά .
-''Ολόκληρο φράχτη έφερες;'' ρώτησε ο Γιώργος.
-''ναι ,τον βρήκα εκεί κάτω από το βράχο''
-'' κάποιοι ξένοι έφτιαξαν σπίτι στο βράχο , έμεναν εκεί όλο το καλοκαίρι ''
-''ωραία καβάντζα''
-'' ο φράχτης θα κάνει καλή φλόγα, να ψήσουμε κανένα καλαμάρι!''
-'' θα ανακυκλωθεί. Θα γίνει κομμάτι της περίφραξης στο σπίτι στην πλαγιά''
με κοιτάξαν όλοι στα μάτια.
Όταν βγήκα από το μαγαζί του κυρ Μανώλη τα είχαμε συμφωνήσει . Ο Γιώργος , ο Πέτρος και ο Σήφης δεν θα είναι φίλοι που γνώρισα σε κάποιες διακοπές και μετά χαθήκαμε. Θα είναι φίλοι καρδιακοί.
Ο Σήφης σφυρίζοντας πάει στην προβλήτα, ρίχνει την καλαμαριέρα στο νερό, μοιάζει με άνθρωπο που ξέρει τι θέλει από τη ζωή. Ο Πέτρος αναλαμβάνει τη φωτιά.
ο Γιώργος πλησιάζει:
-''θα πάρεις το σπίτι του θείου στην πλαγιά ;''
-''ναι Γιώργο, δεν ξέρω αν θα μένω μόνιμα αλλά όσο μπορώ θέλω να μένω εκεί . Μ'αρέσει η
ζωή που κάνετε εδώ, μ'αρέσει η παρέα σας.''
Μου έσφιξε το χέρι, έτσι όπως κάνουν οι Κρητικοί, είναι νωρίς για αγκαλιές
-''το σπίτι σου , οι δικοί σου στην Αθήνα;''
-'' δεν τους βλέπω καθόλου Γιώργο. Όλη μέρα εκεί τρέχουμε να προλάβουμε και
τελικά τίποτα δεν προλαβαίνουμε...''
Το τηλέφωνο στην τσέπη μου δονείται.Ο ξάδερφός μου ρωτά πόσο πετρέλαιο να βάλουμε για φέτος στην πολυκατοικία.
-'' Μην με υπολογίζετε για φέτος Αντρέα''
Επιλέγω φραγή εισερχομένων .
Με μια πέτρα σκαλίζω τα αρχικά μου στο κομμάτι του φράχτη, ενώ ο Σήφης φέρνει κιόλας καλαμάρια για τη φωτιά.